ημιδιώροφος

ημιδιώροφος
η , ο [ος , ον ] одноэтажный с цоколем (о доме)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ημιδιώροφος" в других словарях:

  • ημιδιώροφος — η, ο (κυρίως για σπίτια) αυτός που έχει δύο ορόφους, από τους οποίους ο πρώτος είναι κατά το ήμισυ ή εν μέρει υπόγειος …   Dictionary of Greek

  • ημιδιώροφος — η, ο οικοδομή που έχει δύο ορόφους και ο πρώτος από αυτούς είναι εν μέρει υπόγειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»